σκληρόγεως
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ων, with a hard soil, ἡ σ. (sc. γῆ) Thphr. Fr. 30.
German (Pape)
[Seite 900] von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόγεως: -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν ἔδαφος, χῶμα· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.
Greek Monolingual
-ων, Α
αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως].