γαλακτοφάγος

From LSJ
Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλακτοφάγος Medium diacritics: γαλακτοφάγος Low diacritics: γαλακτοφάγος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: galaktophágos Transliteration B: galaktophagos Transliteration C: galaktofagos Beta Code: galaktofa/gos

English (LSJ)

ον, milk-fed, Str. 7.4.6, S.E. P. 1.56.

German (Pape)

[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
que se nutre de lechede los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.

Greek Monolingual

ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.

Greek Monotonic

γᾰλακτοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοφάγος: Sext. = γαλακτοπότης.

Middle Liddell

φαγεῖν
milk-fed, Strab.