μύθαρχοι
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων, Hsch.; cf. μῦθος III.
German (Pape)
[Seite 214] οἱ, nach Hesych. Häupter der Faktion, Parteianführer, s. μυθητής.
Greek (Liddell-Scott)
μύθαρχοι: «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μύθαρχοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης.