φόλλιξ

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόλλιξ Medium diacritics: φόλλιξ Low diacritics: φόλλιξ Capitals: ΦΟΛΛΙΞ
Transliteration A: phóllix Transliteration B: phollix Transliteration C: folliks Beta Code: fo/llic

English (LSJ)

-ικος, ἡ, scab, leprous sore, Erot.

German (Pape)

[Seite 1298] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φόλλιξ: -ικος, ἡ, ψωρώδης τραχύτης τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
τραχύτητα του δέρματος που οφείλεται σε ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. φολίς «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και επίθημα -ιξ, -ικος (για την εναλλαγή -ικ- / -ιδ- στο επίθημα πρβλ. κλᾴξ: κληίς, [βλ. λ. κλείδα], στάλιξ: σταλίς)].