κοινισμός

From LSJ
Revision as of 16:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινισμός Medium diacritics: κοινισμός Low diacritics: κοινισμός Capitals: ΚΟΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: koinismós Transliteration B: koinismos Transliteration C: koinismos Beta Code: koinismo/s

English (LSJ)

ὁ, A mixture of dialects, v.l. in Quint.8.3.59.

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.

Greek (Liddell-Scott)

κοινισμός: ὁ, ἀνάμιξις διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.

Greek Monolingual

κοινισμός, ὁ (Α)
η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + -ισμός (πρβλ. εθνικ-ισμός, ψιμυθ-ισμός)].

Russian (Dvoretsky)

κοινισμός: ὁ смешение разных диалектов Quint.