ἀνερεύνητος

From LSJ
Revision as of 17:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερεύνητος Medium diacritics: ἀνερεύνητος Low diacritics: ανερεύνητος Capitals: ΑΝΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anereúnētos Transliteration B: anereunētos Transliteration C: anereynitos Beta Code: a)nereu/nhtos

English (LSJ)

ον, A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12. 2 that cannot be searched or found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.

German (Pape)

[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exploré.
Étymologie: ἀ, ἐρευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.

Greek Monotonic

ἀνερεύνητος: -ον (ἐρευνάω),
1. αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, ανεξιχνίαστος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερεύνητος:
1) неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);
2) не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v. l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.

Middle Liddell

ἐρευνάω
1. not investigated, Plat.
2. that cannot be found out, inscrutable, Eur.

English (Woodhouse)

hard to fathom, unsearched

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)