ἀνήδυστος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, v.l. for foreg., Plu.Phoc.5.
German (Pape)
[Seite 228] dasselbe, Arist. Probl. 20, 23; καὶ αὐστηρὰ βραχυλογία Plut. Phoc. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήδυστος: -ον, διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ προηγ., Πλουτ. Φωκ. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans agrément.
Étymologie: ἀ, ἡδύνω.
Greek Monolingual
ἀνήδυστος, -ον (Α)
ο ανήδυντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήδυστος: Plut. = ἀνήδυντος 2.