ἐμπεριγράφω

From LSJ
Revision as of 17:20, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριγράφω Medium diacritics: ἐμπεριγράφω Low diacritics: εμπεριγράφω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: emperigráphō Transliteration B: emperigraphō Transliteration C: emperigrafo Beta Code: e)mperigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], A comprehend in a thing, v.l. for συμπ-, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.

German (Pape)

[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.

Spanish (DGE)

circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.

Greek Monolingual

ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.