πιλητός

From LSJ
Revision as of 17:45, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλητός Medium diacritics: πιλητός Low diacritics: πιλητός Capitals: ΠΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pilētós Transliteration B: pilētos Transliteration C: pilitos Beta Code: pilhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made of felt, κτήματα Pl.Ti.74b, Gal.UP6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες D.S.17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. s.v. πίλοις. II generally, compressible, Arist.Mete.385a17, 387a15.

German (Pape)

[Seite 615] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητός: -ή, -όν, (πιλέω) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. πιλωτός. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ ὅταν πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν σχῆμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de laine foulée.
Étymologie: πιλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση
2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός.

Russian (Dvoretsky)

πῑλητός:
1) сделанный из валяной шерсти, войлочный (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);
2) сжимаемый (σώματα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλητός -ή -όν [πιλέω] van vilt, vilten.

English (Woodhouse)

made of felt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)