τραυματισμός

From LSJ
Revision as of 17:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτισμός Medium diacritics: τραυματισμός Low diacritics: τραυματισμός Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: traumatismós Transliteration B: traumatismos Transliteration C: travmatismos Beta Code: traumatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A wounding, Ruf. ap. Suid. s.v. Ῥοῦφος.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτισμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων, οὕτως ἐπεγράφετο ἓν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰατροῦ Ρούφου, Εὐδοκ. Μακ. Ἰωνιὰ 371, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ροῦφος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τραυματίζω
πρόκληση σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την ανατομική υφή, τη μορφολογία και τη λειτουργία ιστών και οργάνων του ανθρώπινου σώματος, πλήγωμα
νεοελλ.
μτφ. ηθικό ή ψυχικό πλήγμα
αρχ.
φρ. «Περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων» — ένα από τα συγγράμματα του Εφέσιου γιατρού Ρούφου.