τάσις

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάσις Medium diacritics: τάσις Low diacritics: τάσις Capitals: ΤΑΣΙΣ
Transliteration A: tásis Transliteration B: tasis Transliteration C: tasis Beta Code: ta/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (τείνω) A stretching, tension, τῆς κοιλίης f.l. in one cod. for στάσις, Hp.Acut.37; τοῦ οἰσοφάγου Arist.PA691a1, cf. 664a32; τάσιν ἔχειν to be capable of tension, Id.HA515b16,al.; ὀφρύων τ. contraction of the eyebrows, AP12.42 (Diosc.); of tension accompanying inflammation, Sor.2.19, Gal.10.66. 2 extension, τ. ἐπὶ μῆκος καὶ ἐπὶ πλάτος Arist.HA495b23. 3 τάσεις τῆς φωνῆς pitch of the voice, Stoic.2.96; in music, Plu.2.1020e, cf. 1133c; of the accents, τάσεις φωνῆς αἱ καλούμεναι προσῳδίαι D.H.Comp.19; ὀξεῖα τ. Ath.2.53a. 4 intensity, force, τάσιν λαβεῖν, of darts, Plu.Sull.18. 5 fixing of the eyes upon an object, Lib.Or.61.9. II = tentigo, Gloss. 2 = menta, ib. (also written tarsis, ib.).

German (Pape)

[Seite 1072] εως, ἡ, Spannung, Anspannung, Ausdehnung; πεδίων, Eur. Bacch. 748; ὀφρ ύων, das Emporziehen der Augenbrauen, Diosc. 3 (XII, 42); φωνῆς, Plut. stoic. repugn. 28; τάσιν λαβεῖν, von Geschossen, Sull. 18.

Greek (Liddell-Scott)

τάσις: [ᾰ], εως, ἡ, (τείνω) τέντωμα, τῆς κοιλίης Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 4, πρβλ. 3. 3, 4· τάσιν ἔχω, ἐπιδέχομαι τάσιν, τέντωμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 1, κ. ἀλλ.· ὀφρύων τ., ὕψωσις τῶν ὀφρύων, Ἀνθ. Π. 12. 42. 2) τὸ ἐκτείνειν, τ. ἐπὶ μῆκος καὶ ἐπὶ πλάτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· ἡ τῆς φωνῆς τ., ὕψωσις, ἰσχυροποίησις τῆς φωνῆς, Πλούτ. 2. 1047Α· ὕψωσις τοῦ τόνου ἢ φθόγγου ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. 2. 1020Ε· ἐπὶ τῆς ὀξείας τάσεως, δηλ. τοῦ τόνου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11, πρβλ. 158, Ἀθήν. 53Α. 3) ἔντασις, δύναμις, τάσιν λαβεῖν, ἐπὶ βελῶν, Πλουτ. Σύλλ. 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
tension (d’un membre, d’un muscle, etc.) : φωνής PLUT tension ou élévation de la voix ; fig. effort.
Étymologie: τείνω.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. τάση.

Greek Monotonic

τάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (τείνω), τέντωμα, ένταση, δύναμη, σε Πλούτ.· ὀφρύων τάσις, ύψωμα των φρυδιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τάσις: εως (ᾰ) ἡ τείνω
1) растягивание, растяжение (τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2) растяжимость: τάσιν ἔχειν Arst. быть растяжимым;
3) стягивание, сдвигание (ὀφρύων Anth.);
4) напряжение (τῆς φωνῆς Plut.): τάσιν λαβεῖν Plut. приобрести стремительность;
5) протяжение (ἐπὶ μῆκος Arst.);
6) грам. напряжение, ударение: βαρεῖαι τάσεις καὶ ὀξεῖαι тяжелые и острые ударения.

Middle Liddell

τᾰ́σις, εως, τείνω
tension, intensity, force, Plut.; Ὀφρύων τ. a raising of the eye-brows, Anth.