ὡραΐζω

From LSJ
Revision as of 08:47, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱΐζω Medium diacritics: ὡραΐζω Low diacritics: ωραΐζω Capitals: ΩΡΑΪΖΩ
Transliteration A: hōraḯzō Transliteration B: hōraizō Transliteration C: oraizo Beta Code: w(rai/+zw

English (LSJ)

Att. contr. ὡρᾴζω, (ὡραῖος) A beautify, adorn, Aristid. Quint.2.6:—but II mostly Pass., bloom with youthful beauty, Cratin.272; αἱ παρειαὶ ὡ. Callistr.Stat.6; ἐν τρισὶν ὡραΐσθην LXX Si. 25.1; ἐν κάλλει Aristaenet.2.10; ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι tricked out, Luc.Am.38:—so intr. in Act., ὡρᾴζων ἡλικίᾳ IG12(7).53.7 (Amorgos, iii A. D.). 2 give oneself airs, behave affectedly, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358; ὡς ὡραΐζεθ' (leg. ὡρᾴζεθ') ἡ τύχη πρὸς τοὺς βίους Men.855; Meineke restores ὡρᾴζεται (cod. Rav. ὁρείζεται) for ὁρίζεται in Ar.Ec.202. 3 Med., make display (of one's oratory), Chor.Zach.1.8.

German (Pape)

[Seite 1413] 1) schön machen, putzen, schmücken, – pass. schön sein, Aristaen. 2, 10, blühen. – 2) med. sich schmücken, gew. im tadelnden Sinne, sich zieren, Eupol. in B. A. 43, wo Mein. ὡρᾴζεται schreibt; Hel. 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱΐζω: μέλλ. ΐσω, συνηρ. ὡρᾴζω, (ὥρα Β. ΙΙ), καλλύνω, κοσμῶ, καλλωπίζω, περικοσμῶ, Εὐμάθ. σ. 6, Ἀριστείδ. Κοϊντυλ. σ. 72· χάρισιν ὡράϊσε τιμίων λίθων Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, πρβλ. 8686· - ἀλλὰ, ΙΙ. κατὰ τὸ πλείστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., ἀκμάζω, ἀνθῶ, ἐκ νεανικοῦ κάλλους, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 1· αἱ παρειαὶ ὡρ. Καλλίστρ. 897· ἐν κάλλει Ἀρισταίν. 2. 102· ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι, ἐντέχνως κεκοσμημένη, ἔντεχνος, Λουκ. Ἔρωτες 38. 2) σεμνύνομαι, μεγαλύνομαι, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23· ὡς ὡραΐζεθ· ἡ τύχη πρὸς τοὺς βίους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 291· ὅθεν ὁ Meineke διορθοῖ ὡρᾴζεται (Κῶδ. Ραβ. ὁρείζεται) ἀντὶ ὁρίζεται ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202.

Greek Monolingual

ὡραΐζω, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α ὡραῖος
κάνω κάτι ωραίο, καλλωπίζω, εξωραΐζω
μσν.-αρχ.
1. τιμώ
2. παθ. ὡραΐζομαι
α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με τέχνη (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», Λουκιαν.
β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.)
αρχ.
1. μέσ. (για ρήτορα) κάνω επίδειξη της ρητορικής μου
2. παθ. α) βρίσκομαι στην ακμή της νεανικής μου ομορφιάς («ὡραϊζομένη ἐν ζῶντι κάλλει», Αρισταίν.)
β) καυχώμαι, υπερηφανεύομαι.