μεσότητα

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η (ΑM μεσότης) μέσος
1. η ιδιότητα του μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.)
2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ ἀεὶ μεσότητες ξυναρμόττουσιν», Πλάτ.)
αρχ.
1. το μέσο μεταξύ δύο άκρων, η μετριότητα
2. αυτό το οποίο μεσολαβεί για να φέρει σε επικοινωνία δύο αντίθετα πράγματα, το ενδιάμεσο, το μεσάζον («ἡ αἴσθησις οἷον μεσότης τις ἐν τοῖς αἰσθητοῑς ἐναντιώσεως», Αριστοτ.)
3. διαφορά, διάκριση, χάσμα
4. ενδιάμεση κατάσταση
5. γραμμ. η μέση φωνή
6. φρ. «μεσότης λέξεως» — ύφος που εντάσσεται μεταξύ ποίησης και πεζού λόγου (Διον. Αλ.).