ἐπανάστημα

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάστημα Medium diacritics: ἐπανάστημα Low diacritics: επανάστημα Capitals: ΕΠΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: epanástēma Transliteration B: epanastēma Transliteration C: epanastima Beta Code: e)pana/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, A rising, blister, Sch.Ar.Ra.238. 2 eminence, hill, ἐ. γῆς Phlp.in de An.311.24. 3 crest of a helmet, Hsch. s. vv. λόφος, χαλκόλοφον, EM570.4.

German (Pape)

[Seite 901] τό, Erhabenheit, Geschwulst, Schol. Il. 13, 132 Schol. Ar. Ran. 233.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάστημα: τό, ἔξαρμα τῆς ἐπιδερμίδος, φλύκταινα γινομένη εἰς τὰς χεῖρας ἐκ τῆς κωπηλασίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 233. ΙΙ. τὸ ἔκ τινος ἀνυψούμενον, «λόφος... γῆς ἐπανάστημα» Ἡσύχ.· «τὸ ἐπανάστημα τῆς περικεφαλαίας» ὁ αὐτὸς ἐν λ. χαλκόλοφον (κατὰ τὸν Κώδικα χαλκός· λόφον), πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 132.

Greek Monolingual

ἐπανάστημα, το (Α)
1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γεν. κάθε προεξοχή
3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος
4. λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά-στημα «προεξοχή» (< ανίστημι)].