διοργανώνω
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
Greek Monolingual
(AM διοργανῶ, -όω)
τακτοποιώ, διατάσσω κατάλληλα τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό σύνολο
νεοελλ.
προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση, επιχείρηση
αρχ.
διοργανοῦμαι
(για έμβρυο) αποκτώ όργανα.