οδοποιώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.