τεκνοποιώ
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
τεκνοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τεκνοποιός
γεννώ, αποκτώ παιδιά
μσν.-αρχ.
υιοθετώ
αρχ.
μέσ. τεκνοποιοῦμαι
(για πτηνά) αποκτώ νεοσσούς.