υποβλέπω

From LSJ
Revision as of 20:05, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ὑποβλέπω ΝΜΑ
λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία σου» β. «υποβλέπει την θέση μου»)
μσν.-αρχ.
κοιτάζω με φόβο και σεβασμό («ὑποβλέπειν τὴν θείαν ὀργήν», Κύριλ.)
αρχ.
1. βλέπω με μισόκλειστα μάτια
2. κοιτάζω απειλητικά κάποιον (α. «ταυρηδὸν ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον», Πλάτ.
β. «ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκ.)
3. κοιτάζω με οίκτο ή με συμπάθεια κάποιον
4. κρυφοκοιτάζω, ρίχνω ερωτικές ματιές.