ολέθριος

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΝ ὀλέθριος, -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) όλεθρος
αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος
β) χαμένος, κατεστραμμένος, αφανισμένος, άτυχος («τάλαιν' ὀλεθρία
τίνι τρόπῳ θανεῖν σφε φής;», Σοφ.)
γ) μηδαμινός, άθλιος, φαύλος, τιποτένιος
2. (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) ὀλέθριον
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... θεός ὀλέθριον αἰκίζει», Σοφ.)
3. φρ. α) «ὀλέθριον ἦμαρ» — η ημέρα της καταστροφής
β) «ψῆφος ὀλέθρια» — ψήφος θανάτου, θανατική
γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι φίλων» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του
δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — ονομασία υγρού
ε) «ἔξοδος ὀλεθρία» — έξοδος που οδηγεί στην καταστροφή, που φέρνει τον όλεθρο.
επίρρ...
ολεθρίως και -α (Α ὀλεθρίως)
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο
αρχ.
φρ. «ὀλεθρίως ἔχω» — κινδυνεύω να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.