ούδας

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

οὖδας και οὔαδας, το (Α)
(ποιητ. τ.)
1. η επιφάνεια της γης, το έδαφος («πρὸς οὖδας πεσεῖν», Ευρ.)
2. το δάπεδο, το πάτωμα δωματίου ή σπιτιού
3. παροιμ. «ἐπ' οὔδεϊ φῶτα καθίζω τινά» — καταβάλλω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει στο πάτωμα, αφού τον γδύσω από τα υπάρχοντά του (Ύμν. Ερμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την ένσιγμη κατάλ. -ας, η οποία απαντά σε αρχαϊκού τ. ονόματα (πρβλ. όπε-ας). Η εναλλαγή ένσιγμων και έρρινων καταλ. σε διάφορους τ. τών ΙΕ γλωσσών θα επέτρεπε τη σύνδεσή της με το αρμεν. getin «έδαφος» (< weden-o) και το χεττιτ. utne «γη» (< udn-). Ωστόσο, πρόβλημα γεννά η αρκτική δίφθογγος οὐ- της λ., η οποία δεν φαίνεται πιθανό να προέρχεται από θ. -Fοδ- ή -Fεδ-].