συγκυρώ
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῖν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].
(II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῖν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].
(II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].