πισσώνω
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α πίσσα:]
χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῦν τὰς ὀροφάς», επιγρ.)
αρχ.
1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω
2. (ως συνήθεια τών γυναικών και τών κίναιδων) αφαιρώ τις τρίχες της κεφαλής ή του σώματος με έμπλαστρο από πίσσα («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ σῶμα ὅλον», Δήμων).