πραιτώριο

From LSJ
Revision as of 16:13, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source

Greek Monolingual

το / πραιτώριον, ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και πρετώριον, ΜΑ
1. η σκηνή του πραίτωρα σε εκστρατεία
2. επίσημη κατοικία διοικητή, διοικητήριο
3. δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον», ΚΔ)
4. αυτοκρατορικός οίκος
5. η στρατιωτική διοίκηση του πραίτωρα
6. η προσωπική φρουρά του πραίτωρα, η σωματοφυλακή του
7. φρ. «ἔπαρχος πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — φρουρός, φύλακας
8. (στο Βυζ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. σχολή
αρχ.
ιδιωτικό σπίτι, κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorium «στρατηγείο», ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. praetorius < praetōr (βλ. λ. πραίτωρ)].