πραιτώριο
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
το / πραιτώριον, ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και πρετώριον, ΜΑ
1. η σκηνή του πραίτωρα σε εκστρατεία
2. επίσημη κατοικία διοικητή, διοικητήριο
3. δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον», ΚΔ)
4. αυτοκρατορικός οίκος
5. η στρατιωτική διοίκηση του πραίτωρα
6. η προσωπική φρουρά του πραίτωρα, η σωματοφυλακή του
7. φρ. «ἔπαρχος πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — φρουρός, φύλακας
8. (στο Βυζ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. σχολή
αρχ.
ιδιωτικό σπίτι, κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorium «στρατηγείο», ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. praetorius < praetōr (βλ. λ. πραίτωρ)].