σύμπνους
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
-ουν, contr. for σύμπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Middle Liddell
σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.