προσχωρώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

προσχωρῶ, -έω, ΝΑ
1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.)
2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», Θουκ.)
νεοελλ.
(για πολιτεία) εισέρχομαι, συμμετέχω σε συμφωνία που προϋπήρξε μεταξύ άλλων πολιτειών
αρχ.
1. είμαι με το μέρος κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», Ηρόδ.)
2. συναινώ, συγκατατίθεμαι («τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», Σοφ.)
3. είμαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
4. χρησιμοποιούμαι για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χωρῶ (< χῶρος)].