θυσανόεις

From LSJ
Revision as of 11:25, 29 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσᾰνόεις Medium diacritics: θυσανόεις Low diacritics: θυσανόεις Capitals: ΘΥΣΑΝΟΕΙΣ
Transliteration A: thysanóeis Transliteration B: thysanoeis Transliteration C: thysanoeis Beta Code: qusano/eis

English (LSJ)

Ep. θυσσανόεις, εσσα, εν, A tasseled, fringed, Hom. (only in Il.), αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα) θ. 21.400.

German (Pape)

[Seite 1228] εσσα, εν, ep. nur θυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. θυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσανόεις: Ἐπικ. θυσσανόεις, εσσα, εν, μετὰ θυσάνων, κροσσωτός, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· αἰγίδα θυσσανόεσσαν Ο. 229· Ρ. 593, κτλ.· ἀσπίδα θ. Φ. 400.

French (Bailly abrégé)

épq. θυσσανόεις;
όεσσα, όεν;
garni de franges.
Étymologie: θύσανος.

English (Autenrieth)

εσσα (θύσανος): tasselled, many-tasselled, of the aegis. (Il.)

Greek Monolingual

θυσανόεις και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αιματ-όεις, αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

θῠσανόεις: Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνόεις: эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой (αἰγίς, ἀσπίς Hom.).

Middle Liddell


tasseled, fringed, of the aegis, Il. [from θῠ́σᾰνος]