αιγίδα

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

η (Α αἰγίς)
στα νεοελλ. μόνο στη φρ. «υπό την αιγίδα», κάτω από την προστασία κάποιου
αρχ.
1. δέρμα κατσίκας
«δασυμάλλῳ ἐν Αἰγίδι κλινομένῳ» (Ευρ. Κύκλ. 360)
2. η ασπίδα του Διός, κατασκευασμένη από δέρμα κατσίκας, ως σύμβολο ακαταμάχητης δύναμης και εξουσίας
3. η ασπίδα της θεάς Αθηνάς
4. δέρμα κατσίκας σαν επενδύτης (όπως της Αθηνάς ή εκείνο που φορούσαν οι ιέρειες της Αθηνάς)
5. ορμητική θύελλα, καταιγίδα
6. στίγμα, κηλίδα στο μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι ποικίλες σημασίες της λ., που διαφοροποιούνται μάλιστα σημαντικά, αν ληφθούν λ.χ. υπ' όψιν οι σημ. «ασπίδα» και «καταιγίδα», επιτρέπουν περισσότερες από μία ετυμολογίες. Βασική φαίνεται η, παρετυμολογική ίσως στην προέλευσή της, σύναψη της λ. με το αἴξ, αἰγὸς (πρβλ. νεβρὶς < νεβρὸς): αἰγὶς = ασπίδα από δέρμα αιγός, η ασπίδα του Διός, σύμβολο δυνάμεως και εξουσίας. Κατ' άλλους, η λ. θα πρέπει να συνδεθεί με το υλικό της ασπίδας, το ξύλο
οπότε αἰγ-ὶς < aig- «ξύλο βελανιδιάς» (πρβλ. αἰγανέη, αἰγίλωψ πιθ. και αἴγειρος). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η σημ. «καταιγίδα» είτε είναι προϊόν μεταφορικής χρήσεως (η λ. καταιγίδα είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. καταιγίζω), είτε είναι διαφορετικής ετυμολ. αρχής, ανάγεται στη ρίζα aig- «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. αἶγες «ορμητικά κύματα», αἰγανέη), απ' όπου τα αἰγίζω, ἐπαιγίζω και καταιγίζω].