ζυγικός

From LSJ
Revision as of 14:33, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγικός Medium diacritics: ζυγικός Low diacritics: ζυγικός Capitals: ΖΥΓΙΚΟΣ
Transliteration A: zygikós Transliteration B: zygikos Transliteration C: zygikos Beta Code: zugiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ζυγός) A of or for a balance, τὰ -κά Nicom.Harm.2.

German (Pape)

[Seite 1140] zur Wage gehörig, Arith. Theolg.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγικός: -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29.

Greek Monolingual

ζυγικός, -ή, -όν (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζυγό, στη ζυγαριά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζυγικά
η τέχνη ζυγίσματος τών σωμάτων.