οἰνοῦττα

From LSJ
Revision as of 11:59, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοῦττα Medium diacritics: οἰνοῦττα Low diacritics: οινούττα Capitals: ΟΙΝΟΥΤΤΑ
Transliteration A: oinoûtta Transliteration B: oinoutta Transliteration C: oinoytta Beta Code: oi)nou=tta

English (LSJ)

ἡ, (οἰνόεις) A cake or porridge of barley mixed with wine, water, and oil, eaten by rowers, Ar.Pl.1121. II a plant with intoxicating properties, Arist.Fr.107.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοῦττα: ἡ, (οἰνόεις) πλακούντιον ἐξ οἴνου μετὰ κριθῆς, ὕδατος καὶ ἐλαίου χρησιμεῦον ὡς τροφὴ τῶν ἐρετῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 1121. ΙΙ. φυτόν τι ἔχον μεθυστικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 102.

French (Bailly abrégé)

v. οἰνόεις.

Greek Monolingual

οἰνοῡττα, ἡ (Α)
1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών
2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του θηλ. του επιθ. οἰνόεις, -εσσα, -εν].

Greek Monotonic

οἰνοῦττα: ἡ (οἰνόεις), γλύκισμα ή μείγμα από κρασί ανακατεμένο με κριθάρι, νερό και λάδι, που χρησιμοποιούνταν σαν τροφή των κωπηλατών, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοῦττα: ἡ [атт. f к *οἰνόεις «винный»] энутта
1) пирог или каша из ячменя на масле и вине Arph.;
2) неизвестный нам вид ядовитого растения Arst.

Middle Liddell

οἰνοῦττα, ἡ, οἰνόεις
a cake or porridge of wine mixed with barley, water and oil, eaten by rowers, Ar.