ἀπολυτρόω

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολυτρόω Medium diacritics: ἀπολυτρόω Low diacritics: απολυτρόω Capitals: ΑΠΟΛΥΤΡΟΩ
Transliteration A: apolytróō Transliteration B: apolytroō Transliteration C: apolytroo Beta Code: a)polutro/w

English (LSJ)

A release on payment of ransom, Men.Mis.21: c. gen. pretii, ὡς ἐχθροὺς ἀ. τῶν μακροτάτων λύτρων Pl.Lg.919a, cf. Philipp. ap.D.12.3; restore for a ransom, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς Plb.2.6.6, cf. J.BJ2.14.1:—Med., Polyaen.5.40.

German (Pape)

[Seite 313] für Lösegeld freigeben, τινά τινος, wofür, Plat. Legg. XI, 919 a; Ep. Philp. bei Dem. 12, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυτρόω: ἐλευθερῶ διὰ λύτρων, καταβάλλω τὰ λύτρα καὶ ἐλευθερῶ τινα, μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὡς ἐχθροὺς ἀπ. τῶν μιαρωτάτων λύτρων Πλάτ. Νόμ. 919Α, πρβλ. Φιλιππ. παρὰ Δημοσθ. 151. 15: ― Μέσ., Πολύαιν. 5, 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
délivrer moyennant rançon.
Étymologie: ἀπό, λυτρόω.

Spanish (DGE)

1 liberar mediante rescate c. ac. de pers. τὴν ἐμαυτοῦ a mi hija Men.Mis.298, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν Plb.2.6.6, τοὺς ἐπὶ λῃστείᾳ δεδεμένους I.BI 2.273
c. ac. de pers. y gen. de precio liberar Pl.Lg.919a (τοὺς αἰχμαλώτους) ταλάντων ἐννέα D.12.3, χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρόν Plu.2.343b, tb. en v. med. οὓς (ἄνδρας) πολλῶν χρημάτων Polyaen.5.40
c. prep. πρὸς ἰσοστάσιον χρυσόν al mismo peso de oro Posidon.274.
2 en v. med. liberarse ἀπολυτροῦται κακιῶν καὶ παθῶν διάνοια Ph.1.91, cf. Hsch.s.u. ἀπολυσάμενος.

Greek Monotonic

ἀπολυτρόω: μέλ. -ώσω, απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. παρά Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολυτρόω: освобождать за выкуп (τινας τῶν μακροτάτων λύτρων Plat.; ταλάντων ἐννέα Dem.).

Middle Liddell


to release on payment of ransom, c. gen. pretii, Philipp. ap. Dem.