παρονομασία
English (LSJ)
ἡ, A play upon words which sound alike, but have different senses, assonance, Cic.de Orat.2:63.256, Rutil.1.3, Alex Fig. 2.20, Hdn.Fig.p.95 S. 2 use of a word first in its proper, then in a derived sense, Hermog.Id.2.5. II derivative, Dionysodor. ap. A.D. Pron. 3.16(pl.); by-name, dub. in Ath.14.629c(pl.).
German (Pape)
[Seite 526] ἡ, unmerkliche Veränderung eines Wortes, Namens, bes. um ihm dadurch einen Nebensinn zu geben, parva verbi immutatio in littera posita, Cic. de orat. 2, 63; auch ein Wortspiel, das auf der Aehnlichkeit des Klanges zweier der Bedeutung nach verschiedener od. entgegengesetzter Wörter beruht, Anspielung auf einen Namen, Rhett.; annominatio, Quint. 6, 3, 53. 9, 3, 66. So heißt z. B. die Vrbdg Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Αχαιοί, Il. 3, 235. Über die Schreibart παρωνομασία vgl. Lob. Phryn. 712, Schäf. mel. p. 145 u. ad Schol. Ap. Rh. 1, 623.
Greek (Liddell-Scott)
παρονομᾰσία: ἡ, μικρὰ μεταβολὴ ὀνόματος ἢ λέξεως μάλιστα τοιαύτη ὥστε νὰ παρέχῃ νέαν τινὰ ἀπόχρωσιν σημασίας εἰς αὐτήν, Λατ. parva verbi immutation in littera posita, Cic. de Orat. 2. 63, πρβλ. Rutil. Lup. 1. 3. II. λογοπαίγνιον ἐπὶ λέξεων ἐχουσῶν ὅμοιον ἦχον ἀλλὰ διαφόρους ἐννοίας, λογοπαίγνιον ἐπὶ ὀνόματος, Λατ. annominatio, παρονομασία δὲ γίνεται ὅταν τι τῶν ληφθέντων εἰς τὴν διάνοιαν ὀνομάτων ἢ ῥημάτων βραχὺ μεταποιήσαντες ἑτέραν κινήσωμεν ἔννοιαν, ὡς ἔχει τὸ ῥηθὲν ὑπό τινος πρὸς τὸν δικαζόμενον συνεχῶς δι’ ἀμπέλους, οὐ κλήματα φέρουσιν, ἀλλ’ ἐγκλήματα κτλ., Ρήτορες (Walz) 8. 477, 595, Quintil. 6. 3, 53, κτλ. - Ὁ τύπος παρωνομασία εἶναι ἐσφαλμένος, ἴδε Spalding Quintil. ἔνθ’ ἀνωτ., Λοβ. εἰς Φρύν. 712. ΙΙΙ. παρωνύμιον, Ἀθήν. 629C.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ παρονομάζω
νεοελλ.
παρωνύμιο, παρανόμι, παρατσούκλι («επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου», Παπαδ.)
αρχ.
1. λογοπαίγνιο με λέξεις ομόηχες, αλλά διαφορετικής σημασίας, συνήχηση, παρήχηση
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια λέξη που χρησιμοποιείται πρώτα με την κύρια σημασία της, κατόπιν χρησιμοποιείται με άλλη σημασία που μοιάζει με την πρώτη
3. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο αλλάζοντας λίγο μια λέξη σχηματίζουμε άλλη με διαφορετική σημασία.
Russian (Dvoretsky)
παρονομᾰσία: ἡ
1) рит. парономасия (игра близкими по звучанию словами, напр. ἔχω, οὐκ ἔχομαι Aristippus ap. Diog. L. я владею, но мною не владеют);
2) грам. местоимение.