βακχευτής
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
οῦ, ὁ, a Bacchanal, any one full of Bacchic frenzy or of wine, Orph. H. 11.21, 47.6; β. θεός APl. 4.290 (Antip.); — fem. βακχεύτρια AB 225, Hsch. s.v. Βάκχου Διώνης. as Adj., Β. ῥυθμός AP 11.64.2 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, der bacchisch Begeisterte, Bacchant, Beiname des Dionysos, Orph. H. 46; Antip. Th. 27 (Plan. 290); des Pan, Orph. H. 11, 21. – Adj., ῥυθμός Agath. 24 (XI, 64).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui se livre à des transports bachiques;
2 adj. m. de bacchant, bachique.
Étymologie: βακχεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Morfología: [ac. sg. Βακχευτάν Phanod.12]
báquico θεός de Dioniso AP 16.290 (Antip.Thess.), ῥυθμός AP 11.64.2 (Agath.)
•como epít. de Dioniso, Phanod.l.c., Orph.H.47.6
•epít. de Pan, Orph.H.11.5, 21.
Greek Monolingual
ο (Α βακχευτής, ο, θηλ. βακχεύτρια, η)
αυτός που κατέχεται από βακχική μανία.
Russian (Dvoretsky)
βακχευτής: οῦ adj. m вакхический (ῥυθμός Anth.).