βιοδότης
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ου, ὁ, A giver of livelihood, θεός Pl.Lg.921a.
German (Pape)
[Seite 445] θεός, Leben gebend, Plat. Legg. XI, 921 a.
Greek (Liddell-Scott)
βιοδότης: ὁ, ὁ διδοὺς τὴν ζωὴν ἢ τροφήν, θεὸς Πλάτ. Νόμ. 921Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui donne la vie.
Étymologie: βίος, δίδωμι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -δώτης AP 9.525.3, IUrb.Rom.149.5 (II/III d.C.)
dador de vida θεός Pl.Lg.921a, ref. a Asclepio IUrb.Rom.l.c., a Apolo AP l.c.
Greek Monolingual
βιοδότης, ο (Α)
αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -δοτης < δίδωμι.
Greek Monotonic
βῐοδότης: ὁ, αυτός που παρέχει ζωή ή τροφή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βιοδότης: дарующий жизнь (θεός Plat.).