δορίπονος
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
ον, A toiling with the spear, bearing the brunt of war, πόλις A.Th.169 (lyr.); ἄνδρες E.El.479 (lyr.); δ. κακά A.Th.628 (lyr.); δ. ἀσπίδες E.IA771 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 658] speerbedrängt; πόλις Aesch. Spt. 153; κακά 610; ἀσπίδες, ἄνδρες, Eur. I. A. 771 El. 479, wo man auch δοριπόνος schreiben kann, mit dem Speere arbeitend, kämpfend.
Greek (Liddell-Scott)
δορίπονος: -ον, πονῶν περὶ τὸ δόρυ, ἀγωνιζόμενος ἐν τῇ μάχῃ, πολεμικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 169, Εὐρ. Ἠλ. 479· δ. κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 628· δ. ἀσπὶς Εὐρ. Ι. Α. 771.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brisé ou détruit par la lance.
Étymologie: δόρυ, πένομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que sufre a causa de la lanza πόλις A.Th.169, δορίπονα κάκ' ἐκτρέποντες alejando los males debidos a la guerra A.Th.628.
2 esforzado con la lanza, guerrero ἄνδρες E.El.479, metón. ἀσπίδες E.IA 771 (cód.).
Greek Monolingual
δορίπονος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται στη μάχη, πολεμικός («πόλιν δορίπονον», Αισχ.)
2. «δορίπονα κακά» — συμφορές από τον πόλεμο, Αισχ.)
3. «δορίπονος ἀσπίς» — η ασπίδα που τη χτυπούν τα δόρατα (Ευρ.).
Greek Monotonic
δορίπονος: -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το δόρυ, δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.