ἁλωτός

From LSJ
Revision as of 10:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλωτός Medium diacritics: ἁλωτός Low diacritics: αλωτός Capitals: ΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: halōtós Transliteration B: halōtos Transliteration C: alotos Beta Code: a(lwto/s

English (LSJ)

ή, όν,
A liable to capture or conquest, Th.6.77, Philostr.Im.1.4; ἡδονῇ ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381.
2 captured, Philostr.VA 2.10.
II attainable, τὸ ζητούμενον ἁλωτόν = what is sought for may be found S.OT111, Men.132.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. ἐφικτός, κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 facile à prendre ou à conquérir;
2 facile à obtenir.
Étymologie: ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I capturado ἁ. μὲν Ἀλεξάνδρῳ γένοιτο Philostr.VA 2.10, αἰχμαῖς ἁλωτοί Gr.Naz.M.38.269A, ἁλωτόν· ληπτόν Hsch.
II 1capturable o conquistable ταύτῃ μόνον ἁλωτοί ἐσμεν Th.6.77, αἱ ἐπάλξεις Philostr.Im.1.4
fig. ἡδονῇ δ' ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381, τίνι ἁλωτός εἰμι Arr.Epict.1.25.24.
2 de abstr. alcanzable, que puede conseguirse τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν S.OT 111, cf. Men.Dysc.862
vulnerable D.C.38.50.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁλωτός, -ή, -όν)
αλώσιμος, ευάλωτος
αρχ.
κατορθωτός, εφικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἁλω- (πρβλ. αόρ. -άλω-ν του ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

ἁλωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἁλίσκομαι,
I.κατακτημένος ή κυριευμένος (αυτός που μπορεί να αλωθεί), σε Θουκ.
II. εφικτός, κατορθωτός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλωτός: (ᾰ) [adj. verb. к ἁλισκομαι]
1) могущий быть взятым, завоеванным Thuc.;
2) достижимый: τὸ ζητούμενον ἁλωτόν (ἐστιν) Soph. то, чего ищут, может быть найдено; ἁλωτὰ πόνῳ ἅπαντα Men. трудом можно достигнуть всего.

Middle Liddell

verb. adj. of ἁλίσκομαι
I. to be taken or conquered, Thuc.
II. attainable, Soph.

English (Woodhouse)

easy to capture, easy to take

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)