ἐμφυσιόω

Revision as of 13:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

(φύσις) A inspire, infuse life into, τὴν ἀνάγνωσιν LXX 1 Es. 9.48 :—Pass., to be inspired, τοῖς ῥήμασιν ib.55. II implant, instil into, τὸ αἰδεῖσθαι ἐμφυσιῶσαί τινι X.Lac.3.4; ἐνεφυσίωσαν τοῖς γινομένοις ἐξ ἑαυτῶν τὴν βούλησιν τοῦ θεοῦ Michel855.9 (Magn. Mae.) :— Pass., μάθησις δεξιῶς ἐμφυσιωθεῖσα Hp.Lex2; ἵνα ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον Charond. ap. Stob.4.2.24; ἐμπεφυσιωμένη κακία Diog. Ep.28.1.

German (Pape)

[Seite 820] = ἐμφύω, einpflanzen; τὸ αἰδεῖσθαι, Scheu einflößen, Xen. Lac. 3, 4; pass., Hippocr.; ἵν' ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον τῆς ἀρετῆς Charond. Stob. fl. 44, 40. = ἐμφυσάω, übertr., stolz machen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφῡσιόω: ἐμφυσάω, Κλήμ. Ἀλ. 897.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire naître dans, τινι.
Étymologie: έν, φύσις.

Spanish (DGE)

(ἐμφῡσιόω) • Alolema(s): ἐνῐφ- Bucol.Fr.Pap.Vind.72
1 soplar en θεοῦ ἐνιφυσιόωντος en un caramillo Bucol.Fr.Pap.Vind.l.c.
2 fig. infundir, inspirar τὴν ἀνάγνωσιν LXX 1Es.9.48
en v. med.-pas. ser animado, exaltado ἐνεφυσιώθησαν ἐν τοῖς ῥήμασιν LXX 1Es.9.55.
• Etimología: Cf. φῦσα.
hacer nacer, implantar, inculcar en ἐνεφυσίωσαν [τοῖς γινομέ] νοις ἐξ ἑαυτῶν τὴν βούλησιν τοῦ θεοῦ IM 17.9 (III a.C.), en v. pas. ἵν' ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον Charond.Pyth.Hell.61.10, cf. 63.7, μάθησις ἐμφυσιωθεῖσα Hp.Lex 2, ἐμπεφυσιωμένη κακία Diog.Ep.28.1.
• Etimología: Cf. φύω.

Greek Monotonic

ἐμφῠσιόω: (ἐν, φύσις), εμφυσώ, ενσταλάζω, εμπνέω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφῠσιόω: прививать, воспитывать (τὸ αἰδεῖσθαί τινι Xen.).

Middle Liddell

[ἐν, φύσις
to implant, instil into, Xen.