ἐμπέραμος

From LSJ
Revision as of 13:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπέρᾰμος Medium diacritics: ἐμπέραμος Low diacritics: εμπέραμος Capitals: ΕΜΠΕΡΑΜΟΣ
Transliteration A: empéramos Transliteration B: emperamos Transliteration C: emperamos Beta Code: e)mpe/ramos

English (LSJ)

ον,= ἔμπειρος, A skilled in the use of, νηῶν Call.Jov.71; πάσης ἐ. σοφίης IG14.1957, cf.888 (Suessa), Arch.Anz.1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, Man.4.536, AP10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181. Adv. ἐμπεράμως Call.Lav.Pall.25.

German (Pape)

[Seite 812] = ἐμπείραμος; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει, νηῶν Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· ὡσαύτως ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

c. ἐμπείραμος.

Spanish (DGE)

(ἐμπέρᾰμος) -ον
• Alolema(s): ἐμπειρ- IPerinthos 214.1 (I/II d.C.), Lyc.1196, Man.4.536, AP 10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181
1 experto, experimentado, buen conocedor c. gen. νεῶν Call.Iou.71, cf. AP l.c., Εἰαονίης ἐ. σοφίης IG 14.888 (Campania III d.C.), παῖδα ... γυμνασίων ἐμπείραμον Ἑρμάωνος IPerinthos l.c., πάλης Lyc.l.c., ὑσμίνης Nonn.l.c., δημοσίων τελέων ἐμπείραμον ἦθος ἔχοντες Man.l.c., abs. φώς Androm.77
subst. οἱ ἐμπέραμοι hombres diestros en su oficio Orác. en Milet 6(2).935.9 (II/III d.C.).
2 adv. -ως de modo experto ἐτρίψατο Call.Lau.Pall.25.

Greek Monolingual

ἐμπέραμος και ἐμπείραμος, -ον (Α)
έμπειρος.

Greek Monotonic

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, επιδέξιος, έμπειρος, ικανός στη χρήση ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπέρᾰμος: Anth. = ἐμπείραμος.

Middle Liddell

ἐμπέρᾰμος, ον adj = ἔμπειρος,]
skilled in the use of a thing, c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth.