σύννους

From LSJ
Revision as of 15:52, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννους Medium diacritics: σύννους Low diacritics: σύννους Capitals: ΣΥΝΝΟΥΣ
Transliteration A: sýnnous Transliteration B: synnous Transliteration C: synnous Beta Code: su/nnous

English (LSJ)

-ουν, Attic contr. for σύννοος.

German (Pape)

[Seite 1028] zsgz. = σύννοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύννοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῦτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].

Russian (Dvoretsky)

σύννους: стяж. = σύννοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.

Middle Liddell

σύν-νους, ουν,
1. in deep thought, thoughtful, Isocr.
2. thoughtful, circumspect, Arist.

English (Woodhouse)

meditative

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)