διειρωνόξενος

From LSJ
Revision as of 16:10, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διειρωνόξενος Medium diacritics: διειρωνόξενος Low diacritics: διειρωνόξενος Capitals: ΔΙΕΙΡΩΝΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: dieirōnóxenos Transliteration B: dieirōnoxenos Transliteration C: dieironoksenos Beta Code: dieirwno/cenos

English (LSJ)

ον, (εἴρων) A dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.

German (Pape)

[Seite 618] Fremde unter dem Schein der Gastfreundschaft betrügend, Ar. Pax 623, Schol. ἐξαπατῶντες τοὺς ξένους δι' εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως.

Greek (Liddell-Scott)

διειρωνόξενος: -ον, ὁ δι’ εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως ἐξαπατῶν τοὺς ξένους, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον φιλόξενος, πράγματι δὲ τὸ κακὸν αὐτῶν ἐπιζητῶν, περὶ τῶν Σπαρτιατῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 623· πρβλ. κατειρωνεύομαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe par une feinte hospitalité.
Étymologie: διά, εἰρωνεύομαι, ξένος.

Spanish (DGE)

-ον
falso con los huéspedes de los laconios, Ar.Pax 623.

Greek Monolingual

διειρωνόξενος, -ον (Α)
αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του.

Greek Monotonic

διειρωνόξενος: -ον, φαινομενικά φιλόξενος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διειρωνόξενος: притворно-гостеприимный, т. е. обманывающий гостей Arph.

Middle Liddell

δι-ειρωνό-ξενος, ον adj
dissembling with one's guests, Ar.