ἀντιμετάταξις
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
εως, ἡ, A interchange of gender, D.H.Amm.2.10.
German (Pape)
[Seite 255] ἡ, gegenseitige Umstellung, Vertauschung. D. Hal. rhett. p. 199, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμετάταξις: -εως, ἡ, μεταλλαγή, ἀνταλλαγὴ θέσεως, ὡς ὅταν γίνηται χρῆσις λέξεώς τινος ἀντὶ ἑτέρας, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 91.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ cambio de género, D.H.Amm.2.10.
Greek Monolingual
ἀντιμετάταξις, η (Α)
(Γραμμ.) η αλλαγή γένους στα ονόματα.