αφορώ

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

(AM ἀφορῶ, -άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.)
μσν.- νεοελλ.
αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. αποβλέπω, αποσκοπώ
2. βλέπω προσεκτικά
3. αγναντεύω
4. συγκρίνω
5. υπακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ορώ (-άω) Το ρ. αφορώ απαντά με αρχική σημασία «αποστρέφω το βλέμμα απ' όλα και προσηλώνομαι σε ένα συγκεκριμένο σημείο», απ' όπου προέκυψαν οι έννοιες με τις οποίες χρησιμοποιείται και σήμερα, «προσβλέπω», «αποβλέπω, αποσκοπώ». Ήδη από την αρχαιότητα το ρ. αφορώ συντάσσεται με εμπρόθετη αιτιατική (συνήθως με την πρόθεση εις) (πρβλ. «Ανθρώπῳ γαρ αφορώντι εις κέρδος τα θεία ύστερα λημμάτων», Παυσανίας
«Αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν», ΚΔ) ή με απλή αιτιατική (πρβλ. «Την πατρίδα εντεύθεν εκάστης ημέρας αφορώ», Δημοσθένης). Τέλος, η νεοελλ. φράση με το όσον (όσον αφορά (σε) κάποιον κάτι) πιθ. είναι δάνειο ξεν. προέλευσης (πρβλ. γαλλ. «en ce qui concerne le...»)].