γαλακτουργός

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτουργός Medium diacritics: γαλακτουργός Low diacritics: γαλακτουργός Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: galaktourgós Transliteration B: galaktourgos Transliteration C: galaktourgos Beta Code: galaktourgo/s

English (LSJ)

όν, A making milkdishes, Parmenion ap.Ath.13.608a.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, der Milchspeisen bereitet, bei Ath. XIII, 608 a.

Greek (Liddell-Scott)

γαλακτουργός: -όν, ὁ παρασκευάζων ἐδέσματα ἐκ γάλακτος, Παρμενίδ. παρ’ Ἀθην. 608Α. ― γαλακτουργία, ἡ, ἴδε Λεξ. Κουμ.

Spanish (DGE)

-όν que hace lacticinios ἄνδρες Parmenio en Ath.608a.

Greek Monolingual

γαλακτουργός, ο (Α)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)].