βραδυδινής
From LSJ
ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example
English (LSJ)
ές, A sloweddying or whirling, Nonn.D.37.482.
German (Pape)
[Seite 460] ές, langsam wirbelnd, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδῠδῑνής: ὁ βραδέως δινούμενος ἢ περιστρεφόμενος, Νόνν. Δ. 37. 482.
Spanish (DGE)
(βρᾰδῠδῑνής) -ές
de ruedas lentas, δίφρος Nonn.D.37.482
•fig. de lento movimiento, tardo θυμός Nonn.Par.Eu.Io.20.25.
Greek Monolingual
βραδυδινής, -ές (Α)
αυτός που περιστρέφεται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -δίνης < δινώ (-έω) «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω» (πρβλ. αιθεροδινής, αλιδινής, περιδινής κ.ά.)].