γοώ

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

γοῶ (-άω) (Α)
θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γόος και γοώ ανάγονται σε IE gŏu / gou∂ «φωνάζω, κραυγάζω». Το ρ. γοώ εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα του τύπου βοώ «καλώ κάποιον φωνάζοντας», μυκώμαι «μουγκρίζω». Η σημασία του ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη σημασία τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gikewen «ονομάζω», αγγλοσαξ. cīegan «ονομάζω, καλώ», αρχ. ινδ. jόguve «προφέρω με δυνατή φωνή»). Ο τ. γόος αποτελεί υστερογενή σχηματισμό].