γυναικοπίπης

From LSJ
Revision as of 08:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοπίπης Medium diacritics: γυναικοπίπης Low diacritics: γυναικοπίπης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: gynaikopípēs Transliteration B: gynaikopipēs Transliteration C: gynaikopipis Beta Code: gunaikopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) A one who ogles women, Eust.851.54.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. παρθενοπίπης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se come con los ojos a las mujeres, mirón Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).

Greek Monolingual

γυναικοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)].