ειλύω

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

εἰλύω (Α)
1. περιτυλίσσω, σκεπάζω
2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα welu- (αρχ. ελλ. Fελυ-), παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής IE wel- «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «γέλουτρον
Fέλυτρον» που αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. varutra «πανωφόρι». Το θ. Fελυ απαντά στον αόριστο (F) ελύ-σ-θη (πρβλ. λατ. volvō), ενώ το -- στον τ. Fέλῡμα (πρβλ. λατ. volūmen) είναι υστερογενές. Ο ενεστωτικός τ. ειλύω, που θα μπορούσε να αναχθεί πιθ. σε τ. Fελ-ν-ύ-ω, θεωρείται υστερογενής σχηματισμός από το θ. του παρακμ. είλυ-μαι (< -Fλῡ-μαι), που απαντά επίσης και στον μέλλ. ειλῡσω, αόρ. ειλύσαι καθώς και σε πολλούς ονοματικούς τύπους (πρβλ. είλυμα, ειλυθμός, ειλυός κ.λπ.). Με την ίδια ρίζα επίσης συνδέεται πιθ. και ο τ. αλύτης].