ετερόχρονος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόχρονος, -ον)
1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής
νεοελλ.
1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται κατά ανισόχρονα διαστήματα
2. αυτός που δεν είναι ταυτόχρονος, ο ασύγχρονος
3. ο αναχρονιστικός, αυτός που ανήκει σε άλλη εποχή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόχρονον (ενν. σχήμα)
γραμμ. η μετάβαση από τον ένα χρόνο του ρήματος σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. heterochronous < hetero- (πρβλ. ετερο- + -chronous (πρβλ. χρόνος)].