ἑτερόχρονος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ἑτερόχρονον, of different times: τὸ ἑ. a change of tense, as a figure of speech, Phoeb.Fig. 1.5.
German (Pape)
[Seite 1051] von verschiedener Zeit, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόχρονος: -ον, ὁ ἔχων διαφόρους χρόνους· τὸ ἑτ., «μετάβασις ἀπὸ χρονικοῦ ῥήματος εἰς χρόνον ἄλλον» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 504.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόχρονος, -ον)
1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής
νεοελλ.
1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται κατά ανισόχρονα διαστήματα
2. αυτός που δεν είναι ταυτόχρονος, ο ασύγχρονος
3. ο αναχρονιστικός, αυτός που ανήκει σε άλλη εποχή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόχρονον (ενν. σχήμα)
γραμμ. η μετάβαση από τον ένα χρόνο του ρήματος σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. heterochronous < hetero- (πρβλ. ετερο- + -chronous (πρβλ. χρόνος)].