κακεργέτης
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ου, ὁ, A evildoer, nickname of Ptolemy Euergetes II, Ath.4.184c:
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.
Greek (Liddell-Scott)
κακεργέτης: -ου, ὁ, κακὰ ἐργαζόμενος, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Ϛ΄ Πτολεμαίου (τοῦ Φύσκωνος) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργέτης, Ἀθήν. 184C· ὡσαύτως κακεργάτης, Νικήτ. Εὐγ. 4. 164· -θηλ. -γάτις ἢ -γέτις, ιδος, Θεμίστ. 33D, Διον. Ἀρεοπ. 441Α.
Greek Monolingual
κακεργέτης και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α)
(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-ερ-γός (< κακ(ο) - + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης (βλ. και κακο-εργέτις)].