καλοσύνη

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη)
1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα
2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες»)
3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος
4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδίασήμερα έχουμε καλοσύνη»)
νεοελλ.
1. αγάπη, έλεος, ευσπλαχνία
2. εξυπηρέτηση, καλό
3. ανακωχή, φιλία, ομόνοια, καλές σχέσεις
4. καλά λόγια, φιλοφροσύνες
5. καλή ποιότητα
6. φρ. «έχετε την καλοσύνη» — σάς παρακαλώ..., μπορείτε να...
7. παροιμ. «ας λείψει η καλοσύνη του, μπροστά στα βάσανά του» — δεν πρέπει να επιδιώκει κάποιος αυτά που επιφέρουν βάσανα, κι ας είναι και ωφέλιμα
μσν.
1. καλυτέρευση, συμμόρφωση
2. ευτυχία
3. ευημερία
4. καλή ποιότητα («σιτάριν τοιαύτης καλοσύνης», Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλός + -σύνη (πρβλ. κακοσύνη, μεγαλο-σύνη). Ο τ. καλωσύνη ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -ωσύνη (πρβλ. ιερωσύνη), τών οποίων το -ω- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].